- πόμα
- -ατος, τὸ, Α1. βλ. πῶμα (II)2. το φυτό φοίνιξ*3. μτφ. άσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. -μα (πρβλ. πῶμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόμα — nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτεσι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτων — πόμα gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασιν — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασσι — πόμα dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματι — πόμα dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματος — πόμα gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)